Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνητος
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυμάχος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
ὠκύς
ὠκύτης
ὠκύτοκος
View word page
ὠκύπομπος
ὠκύπομπος ὠκύ-πομπος, ον, quick-sending, conveying rapidly, Eur.
ShortDef
quick-sending, conveying rapidly
Debugging
Headword:
ὠκύπομπος
Headword (normalized):
ὠκύπομπος
Headword (normalized/stripped):
ωκυπομπος
IDX:
36342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36383
Key:
w)ku/pompos
Data
{'content': 'ὠκύπομπος\n ὠκύ-πομπος, ον,\n quick-sending, conveying rapidly, Eur.', 'key': 'w)ku/pompos'}