Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὠκυβόλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνητος
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυμάχος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
ὠκύς
ὠκύτης
View word page
ὠκύποινος
ὠκύποινος ὠκύ-ποινος, ον, ποινή quickly-avenged, Aesch.

ShortDef

quickly-avenged

Debugging

Headword:
ὠκύποινος
Headword (normalized):
ὠκύποινος
Headword (normalized/stripped):
ωκυποινος
IDX:
36341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36382
Key:
w)ku/poinos

Data

{'content': 'ὠκύποινος\n ὠκύ-ποινος, ον,\n ποινή\n quickly-avenged, Aesch.', 'key': 'w)ku/poinos'}