Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὤκιστα
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνητος
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυμάχος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκυρόης
ὠκύροος
ὠκύσκοπος
View word page
ὠκύμορος
ὠκύμορος ὠκύ-μορος, ον, quickly-dying, dying early, of Achilles, Il.; ὠκυμορώτατος ἄλλων Il. act. bringing a quick or early death, Hom.

ShortDef

quickly-dying, dying early

Debugging

Headword:
ὠκύμορος
Headword (normalized):
ὠκύμορος
Headword (normalized/stripped):
ωκυμορος
IDX:
36339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36380
Key:
w)ku/moros

Data

{'content': 'ὠκύμορος\n ὠκύ-μορος, ον,\n quickly-dying, dying early, of Achilles, Il.; ὠκυμορώτατος ἄλλων Il.\n act. bringing a quick or early death, Hom.', 'key': 'w)ku/moros'}