Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπαΐσσω
ἀπαισχύνομαι
ἀπαιτέω
ἀπαίτησις
ἀπαιτίζω
ἀπαιωρέομαι
ἀπακριβόομαι
ἀπάλαιστρος
ἀπάλαλκε
ἀπάλαμνος
ἀπάλαμος
ἀπαλάομαι
ἀπαλγέω
ἀπαλείφω
ἀπαλέξω
ἀπαληθεύω
ἀπαλθαίνομαι
ἀπαλλαγή
ἀπαλλακτέος
ἀπαλλαξείω
ἀπαλλάσσω
View word page
ἀπάλαμος
ἀπάλαμος παλάμη like ἀπάλαμνος, helpless, Hes., Pind. [ᾱp - metri grat.]

ShortDef

helpless

Debugging

Headword:
ἀπάλαμος
Headword (normalized):
ἀπάλαμος
Headword (normalized/stripped):
απαλαμος
IDX:
3637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3638
Key:
a)pa/lamos

Data

{'content': 'ἀπάλαμος\n παλάμη\n like ἀπάλαμνος, helpless, Hes., Pind. [ᾱp - metri grat.]', 'key': 'a)pa/lamos'}