Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ὠκεανός
ὠκέως
ὠκήεις
ὤκιστα
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνητος
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυμάχος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
View word page
ὠκυεπής
ὠκυεπής ὠκυ-επής, ές ἔπος quick-speaking, Anth.
ShortDef
quick-speaking
Debugging
Headword:
ὠκυεπής
Headword (normalized):
ὠκυεπής
Headword (normalized/stripped):
ωκυεπης
IDX:
36336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36377
Key:
w)kueph/s
Data
{'content': 'ὠκυεπής\n ὠκυ-επής, ές\n ἔπος\n quick-speaking, Anth.', 'key': 'w)kueph/s'}