Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ὠκεανόνδε
Ὠκεανός
ὠκέως
ὠκήεις
ὤκιστα
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνητος
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυμάχος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπος
ὠκύπους
View word page
ὠκύδρομος
ὠκύδρομος ὠκύ-δρομος, ον, swift-running, Eur., Anth.
ShortDef
swift-running
Debugging
Headword:
ὠκύδρομος
Headword (normalized):
ὠκύδρομος
Headword (normalized/stripped):
ωκυδρομος
IDX:
36335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36376
Key:
w)ku/dromos
Data
{'content': 'ὠκύδρομος\n ὠκύ-δρομος, ον,\n swift-running, Eur., Anth.', 'key': 'w)ku/dromos'}