Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ὠκεανῖτις
Ὠκεανόνδε
Ὠκεανός
ὠκέως
ὠκήεις
ὤκιστα
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνητος
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυμάχος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
ὠκύπος
View word page
ὠκυδίνητος
ὠκυδίνητος ὠκῠ-δίνητος, Doric ὠκῠ-δίνᾱτος, ον, quick-whirling, Pind.

ShortDef

quick-whirling

Debugging

Headword:
ὠκυδίνητος
Headword (normalized):
ὠκυδίνητος
Headword (normalized/stripped):
ωκυδινητος
IDX:
36334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36375
Key:
w)kudi/nhtos

Data

{'content': 'ὠκυδίνητος\n ὠκῠ-δίνητος, Doric ὠκῠ-δίνᾱτος, ον,\n quick-whirling, Pind.', 'key': 'w)kudi/nhtos'}