Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ὠκεανίς
Ὠκεανῖτις
Ὠκεανόνδε
Ὠκεανός
ὠκέως
ὠκήεις
ὤκιστα
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνητος
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυμάχος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύποινος
ὠκύπομπος
ὠκύπορος
View word page
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίδακτος ὠκῠ-δίδακτος, ον, quickly taught, Anth.

ShortDef

quickly taught

Debugging

Headword:
ὠκυδίδακτος
Headword (normalized):
ὠκυδίδακτος
Headword (normalized/stripped):
ωκυδιδακτος
IDX:
36333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36374
Key:
w)kudi/daktos

Data

{'content': 'ὠκυδίδακτος\n ὠκῠ-δίδακτος, ον,\n quickly taught, Anth.', 'key': 'w)kudi/daktos'}