Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὦκα
Ὠκεανίνη
Ὠκεανίς
Ὠκεανῖτις
Ὠκεανόνδε
Ὠκεανός
ὠκέως
ὠκήεις
ὤκιστα
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνητος
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυμάχος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύποινος
View word page
ὠκυβόλος
ὠκυβόλος ὠκῠ-βόλος, ον, βάλλω quick-shooting, quick-striking, of the bow, Soph.; of arrows, Anth.

ShortDef

quick-shooting, quick-striking

Debugging

Headword:
ὠκυβόλος
Headword (normalized):
ὠκυβόλος
Headword (normalized/stripped):
ωκυβολος
IDX:
36331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36372
Key:
w)kubo/los

Data

{'content': 'ὠκυβόλος\n ὠκῠ-βόλος, ον,\n βάλλω\n quick-shooting, quick-striking, of the bow, Soph.; of arrows, Anth.', 'key': 'w)kubo/los'}