Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὠθέω
ὠθίζω
ὠθισμός
ὦκα
Ὠκεανίνη
Ὠκεανίς
Ὠκεανῖτις
Ὠκεανόνδε
Ὠκεανός
ὠκέως
ὠκήεις
ὤκιστα
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνητος
ὠκύδρομος
ὠκυεπής
ὠκύθοος
ὠκυμάχος
View word page
ὠκήεις
ὠκήεις ὠκήεις, εσσα, εν poetic form of ὠκύς, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὠκήεις
Headword (normalized):
ὠκήεις
Headword (normalized/stripped):
ωκηεις
IDX:
36328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36369
Key:
w)kh/eis
Data
{'content': 'ὠκήεις\n ὠκήεις, εσσα, εν\n poetic form of ὠκύς, Anth.', 'key': 'w)kh/eis'}