Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ᾠδός
ὤεον
ὤζω
ὠή
ὠθέω
ὠθίζω
ὠθισμός
ὦκα
Ὠκεανίνη
Ὠκεανίς
Ὠκεανῖτις
Ὠκεανόνδε
Ὠκεανός
ὠκέως
ὠκήεις
ὤκιστα
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
ὠκυδίνητος
View word page
Ὠκεανῖτις
Ὠκεανῖτις Ὠκεᾰνῖτις, ιδος, = ὠκεᾰνίς, Anth. ἡ ὠκ, (sub. γῆ) the shore of ocean, Strab.
ShortDef
the shore of ocean
Debugging
Headword:
Ὠκεανῖτις
Headword (normalized):
ὠκεανῖτις
Headword (normalized/stripped):
ωκεανιτις
IDX:
36324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36365
Key:
*)wkeani=tis
Data
{'content': 'Ὠκεανῖτις\n Ὠκεᾰνῖτις, ιδος,\n = ὠκεᾰνίς, Anth.\n ἡ ὠκ, (sub. γῆ) the shore of ocean, Strab.', 'key': '*)wkeani=tis'}