Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ᾠδοποιός
ᾠδός
ὤεον
ὤζω
ὠή
ὠθέω
ὠθίζω
ὠθισμός
ὦκα
Ὠκεανίνη
Ὠκεανίς
Ὠκεανῖτις
Ὠκεανόνδε
Ὠκεανός
ὠκέως
ὠκήεις
ὤκιστα
ὠκύαλος
ὠκυβόλος
ὠκυδήκτωρ
ὠκυδίδακτος
View word page
Ὠκεανίς
Ὠκεανίς Ὠκεᾰνίς, ίδος, fem. adj. of or from ocean, αὖραι Pind.
ShortDef
of, in, from the Ocean
Debugging
Headword:
Ὠκεανίς
Headword (normalized):
ὠκεανίς
Headword (normalized/stripped):
ωκεανις
IDX:
36323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36364
Key:
w)keani/s
Data
{'content': 'Ὠκεανίς\n Ὠκεᾰνίς, ίδος,\n fem. adj. of or from ocean, αὖραι Pind.', 'key': 'w)keani/s'}