Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπαιόλη
ἀπαίρω
ἄπαις
ἀπαΐσσω
ἀπαισχύνομαι
ἀπαιτέω
ἀπαίτησις
ἀπαιτίζω
ἀπαιωρέομαι
ἀπακριβόομαι
ἀπάλαιστρος
ἀπάλαλκε
ἀπάλαμνος
ἀπάλαμος
ἀπαλάομαι
ἀπαλγέω
ἀπαλείφω
ἀπαλέξω
ἀπαληθεύω
ἀπαλθαίνομαι
ἀπαλλαγή
View word page
ἀπάλαιστρος
ἀπάλαιστρος παλαίστρα not trained in the palaestra, unskilled in wrestling, Anth.: awkward, Cic.

ShortDef

not trained in the palaestra, unskilled in wrestling

Debugging

Headword:
ἀπάλαιστρος
Headword (normalized):
ἀπάλαιστρος
Headword (normalized/stripped):
απαλαιστρος
IDX:
3634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3635
Key:
a)pa/laistros

Data

{'content': 'ἀπάλαιστρος\n παλαίστρα\n not trained in the palaestra, unskilled in wrestling, Anth.: awkward, Cic.', 'key': 'a)pa/laistros'}