Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψυχοτακής
ψυχόω
ψυχροδόχος
ψυχρολογέω
ψυχρολογία
ψυχρολόγος
ψυχρόομαι
ψυχρός
ψυχρότης
ψύχω
ψωλός
ψωμίζω
ψωμίον
ψώμισμα
ψωμός
ψωραλέος
ψώρα
ψωράω
ψώχω
ὠβάζω
ὠβά
View word page
ψωλός
ψωλός ψωλός, οῦ, ὁ, one circumcised, lewd, Ar.
ShortDef
one circumcised, lewd
Debugging
Headword:
ψωλός
Headword (normalized):
ψωλός
Headword (normalized/stripped):
ψωλος
IDX:
36292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36333
Key:
ywlo/s
Data
{'content': 'ψωλός\n ψωλός, οῦ, ὁ,\n one circumcised, lewd, Ar.', 'key': 'ywlo/s'}