Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψυχορραγής
ψῦχος
ψυχοσσόος
ψυχοτακής
ψυχόω
ψυχροδόχος
ψυχρολογέω
ψυχρολογία
ψυχρολόγος
ψυχρόομαι
ψυχρός
ψυχρότης
ψύχω
ψωλός
ψωμίζω
ψωμίον
ψώμισμα
ψωμός
ψωραλέος
ψώρα
ψωράω
View word page
ψυχρός
ψυχρός ψῡχρός, ά, όν ψύχω cold, chill, Il.; ψ. χαλκός (as we say "cold steel") Il.; of water, ψ. ὕδωρ Od., Thuc.; and ψυχρόν alone, ψυχρῷ λοῦνται Hdt.; of dead things, νέκυς Soph.; also τὸ ψυχρόν ψῦχος, cold, Soph.:—comp. -ότερος, Hdt., Plat. metaph., Lat. frigidus, of things and events, cold, unreal, ψ. ἐπικουρίη Hdt.; ἐπαρθεὶς ψυχρῇ νίκῃ Hdt.; ψ.παραγκάλισμα Soph.; ψυχρὰ τέρψις, ἐλπίς Eur. of persons, cold-hearted, heartless, spiritless, Plat., Xen. of language, cold, frigid, Plat., Dem.

ShortDef

cold, chill

Debugging

Headword:
ψυχρός
Headword (normalized):
ψυχρός
Headword (normalized/stripped):
ψυχρος
IDX:
36289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36330
Key:
yuxro/s

Data

{'content': 'ψυχρός\n ψῡχρός, ά, όν\n ψύχω\n cold, chill, Il.; ψ. χαλκός (as we say "cold steel") Il.; of water, ψ. ὕδωρ Od., Thuc.; and ψυχρόν alone, ψυχρῷ λοῦνται Hdt.; of dead things, νέκυς Soph.; also τὸ ψυχρόν ψῦχος, cold, Soph.:—comp. -ότερος, Hdt., Plat.\n metaph., Lat. frigidus, \n of things and events, cold, unreal, ψ. ἐπικουρίη Hdt.; ἐπαρθεὶς ψυχρῇ νίκῃ Hdt.; ψ.παραγκάλισμα Soph.; ψυχρὰ τέρψις, ἐλπίς Eur.\n of persons, cold-hearted, heartless, spiritless, Plat., Xen.\n of language, cold, frigid, Plat., Dem.', 'key': 'yuxro/s'}