Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψυχορραγέω
ψυχορραγής
ψῦχος
ψυχοσσόος
ψυχοτακής
ψυχόω
ψυχροδόχος
ψυχρολογέω
ψυχρολογία
ψυχρολόγος
ψυχρόομαι
ψυχρός
ψυχρότης
ψύχω
ψωλός
ψωμίζω
ψωμίον
ψώμισμα
ψωμός
ψωραλέος
ψώρα
View word page
ψυχρόομαι
ψυχρόομαι ψυχρόομαι, Pass. to grow cold, be cool, Anth.
ShortDef
to grow cold, be cool
Debugging
Headword:
ψυχρόομαι
Headword (normalized):
ψυχρόομαι
Headword (normalized/stripped):
ψυχροομαι
IDX:
36288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36329
Key:
yuxro/omai
Data
{'content': 'ψυχρόομαι\n ψυχρόομαι,\n Pass. to grow cold, be cool, Anth.', 'key': 'yuxro/omai'}