Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψυχοδαϊκτής
ψυχοδοτήρ
ψυχολιπής
ψυχομαχέω
ψυχομαχία
ψυχοπλανής
ψυχοπομπός
ψυχορραγέω
ψυχορραγής
ψῦχος
ψυχοσσόος
ψυχοτακής
ψυχόω
ψυχροδόχος
ψυχρολογέω
ψυχρολογία
ψυχρολόγος
ψυχρόομαι
ψυχρός
ψυχρότης
ψύχω
View word page
ψυχοσσόος
ψυχοσσόος ψῡχοσ-σόος, ον, saving the soul, Anth.

ShortDef

saving the soul

Debugging

Headword:
ψυχοσσόος
Headword (normalized):
ψυχοσσόος
Headword (normalized/stripped):
ψυχοσσοος
IDX:
36281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36322
Key:
yuxosso/os

Data

{'content': 'ψυχοσσόος\n ψῡχοσ-σόος, ον,\n saving the soul, Anth.', 'key': 'yuxosso/os'}