Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπαιθριάζω
ἀπαίνυμαι
ἀπαιολάω
ἀπαιόλη
ἀπαίρω
ἄπαις
ἀπαΐσσω
ἀπαισχύνομαι
ἀπαιτέω
ἀπαίτησις
ἀπαιτίζω
ἀπαιωρέομαι
ἀπακριβόομαι
ἀπάλαιστρος
ἀπάλαλκε
ἀπάλαμνος
ἀπάλαμος
ἀπαλάομαι
ἀπαλγέω
ἀπαλείφω
ἀπαλέξω
View word page
ἀπαιτίζω
ἀπαιτίζω only in pres. part., = ἀπαιτέω, to demand back, χρήματα Od.
ShortDef
to demand back
Debugging
Headword:
ἀπαιτίζω
Headword (normalized):
ἀπαιτίζω
Headword (normalized/stripped):
απαιτιζω
IDX:
3631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3632
Key:
a)paiti/zw
Data
{'content': 'ἀπαιτίζω\n only in pres. part., = ἀπαιτέω, to demand back, χρήματα Od.', 'key': 'a)paiti/zw'}