Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψυχαγωγικός
ψυχαγωγός
ψυχαπάτης
ψυχάριον
ψυχεινός
ψυχήϊος
ψυχή
ψυχίδιον
ψυχικός
ψυχοδαϊκτής
ψυχοδοτήρ
ψυχολιπής
ψυχομαχέω
ψυχομαχία
ψυχοπλανής
ψυχοπομπός
ψυχορραγέω
ψυχορραγής
ψῦχος
ψυχοσσόος
ψυχοτακής
View word page
ψυχοδοτήρ
ψυχοδοτήρ ψῡχο-δοτήρ, ῆρος, ὁ, giver of the soul or life, Anth.

ShortDef

giver of the soul

Debugging

Headword:
ψυχοδοτήρ
Headword (normalized):
ψυχοδοτήρ
Headword (normalized/stripped):
ψυχοδοτηρ
IDX:
36272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36313
Key:
yuxodoth/r

Data

{'content': 'ψυχοδοτήρ\n ψῡχο-δοτήρ, ῆρος, ὁ,\n giver of the soul or life, Anth.', 'key': 'yuxodoth/r'}