Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψυκτήρ
ψύλλα
ψυλλοτοξότης
ψυχαγωγέω
ψυχαγωγία
ψυχαγωγικός
ψυχαγωγός
ψυχαπάτης
ψυχάριον
ψυχεινός
ψυχήϊος
ψυχή
ψυχίδιον
ψυχικός
ψυχοδαϊκτής
ψυχοδοτήρ
ψυχολιπής
ψυχομαχέω
ψυχομαχία
ψυχοπλανής
ψυχοπομπός
View word page
ψυχήϊος
ψυχήϊος ψῡχήιος, α, ον ψυχή alive, living, Pythag. ap. Luc.
ShortDef
having a ψυχή, alive
Debugging
Headword:
ψυχήϊος
Headword (normalized):
ψυχήϊος
Headword (normalized/stripped):
ψυχηιος
IDX:
36267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36308
Key:
yuxh/ios
Data
{'content': 'ψυχήϊος\n ψῡχήιος, α, ον\n ψυχή\n alive, living, Pythag. ap. Luc.', 'key': 'yuxh/ios'}