Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψύθος
ψυκτήρ
ψύλλα
ψυλλοτοξότης
ψυχαγωγέω
ψυχαγωγία
ψυχαγωγικός
ψυχαγωγός
ψυχαπάτης
ψυχάριον
ψυχεινός
ψυχήϊος
ψυχή
ψυχίδιον
ψυχικός
ψυχοδαϊκτής
ψυχοδοτήρ
ψυχολιπής
ψυχομαχέω
ψυχομαχία
ψυχοπλανής
View word page
ψυχεινός
ψυχεινός ψῡχεινός, ή, όν ψύχω cooling, cool, fresh, Xen.

ShortDef

cooling, cool, fresh

Debugging

Headword:
ψυχεινός
Headword (normalized):
ψυχεινός
Headword (normalized/stripped):
ψυχεινος
IDX:
36266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36307
Key:
yuxeino/s

Data

{'content': 'ψυχεινός\n ψῡχεινός, ή, όν\n ψύχω\n cooling, cool, fresh, Xen.', 'key': 'yuxeino/s'}