Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψοφοδεής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυδνός
ψύθος
ψυκτήρ
ψύλλα
ψυλλοτοξότης
ψυχαγωγέω
ψυχαγωγία
ψυχαγωγικός
ψυχαγωγός
ψυχαπάτης
ψυχάριον
ψυχεινός
ψυχήϊος
ψυχή
ψυχίδιον
ψυχικός
ψυχοδαϊκτής
View word page
ψυχαγωγία
ψυχαγωγία from ψῡχᾰγωγέω ψῡχᾰγωγία, ἡ, a winning of souls, persuasion, Plat.
ShortDef
a winning of souls, persuasion
Debugging
Headword:
ψυχαγωγία
Headword (normalized):
ψυχαγωγία
Headword (normalized/stripped):
ψυχαγωγια
IDX:
36261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36302
Key:
yuxagwgi/a
Data
{'content': 'ψυχαγωγία\n from ψῡχᾰγωγέω\n ψῡχᾰγωγία, ἡ,\n a winning of souls, persuasion, Plat.', 'key': 'yuxagwgi/a'}