Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψολοκομπία
ψόλος
ψοφέω
ψοφοδεής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυδνός
ψύθος
ψυκτήρ
ψύλλα
ψυλλοτοξότης
ψυχαγωγέω
ψυχαγωγία
ψυχαγωγικός
ψυχαγωγός
ψυχαπάτης
ψυχάριον
ψυχεινός
ψυχήϊος
ψυχή
View word page
ψύλλα
ψύλλα .ψύλλα, ης, ἡ, a flea, Lat. pulex, Ar., Xen.

ShortDef

a flea

Debugging

Headword:
ψύλλα
Headword (normalized):
ψύλλα
Headword (normalized/stripped):
ψυλλα
IDX:
36258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36299
Key:
yu/lla

Data

{'content': 'ψύλλα\n .ψύλλα, ης, ἡ,\n a flea, Lat. pulex, Ar., Xen.', 'key': 'yu/lla'}