Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψόγος
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
ψοφέω
ψοφοδεής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυδνός
ψύθος
ψυκτήρ
ψύλλα
ψυλλοτοξότης
ψυχαγωγέω
ψυχαγωγία
ψυχαγωγικός
ψυχαγωγός
ψυχαπάτης
ψυχάριον
ψυχεινός
View word page
ψύθος
ψύθος ψύθος (ῠ), ος, εος, τό, a lie, untruth, Aesch. poet. collat. form of ψεῦδος

ShortDef

a lie, untruth

Debugging

Headword:
ψύθος
Headword (normalized):
ψύθος
Headword (normalized/stripped):
ψυθος
IDX:
36256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36297
Key:
yu/qos

Data

{'content': 'ψύθος\n ψύθος (ῠ), ος, εος, τό,\n a lie, untruth, Aesch.\n poet. collat. form of ψεῦδος', 'key': 'yu/qos'}