Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψογερός
ψόγιος
ψόγος
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
ψοφέω
ψοφοδεής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυδνός
ψύθος
ψυκτήρ
ψύλλα
ψυλλοτοξότης
ψυχαγωγέω
ψυχαγωγία
ψυχαγωγικός
ψυχαγωγός
ψυχαπάτης
View word page
ψοφώδης
ψοφώδης ψοφ-ώδης, ες εἶδος noisy, Arist.
ShortDef
noisy
Debugging
Headword:
ψοφώδης
Headword (normalized):
ψοφώδης
Headword (normalized/stripped):
ψοφωδης
IDX:
36254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36295
Key:
yofw/dhs
Data
{'content': 'ψοφώδης\n ψοφ-ώδης, ες\n εἶδος\n noisy, Arist.', 'key': 'yofw/dhs'}