Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψογερός
ψόγιος
ψόγος
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
ψοφέω
ψοφοδεής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυδνός
ψύθος
ψυκτήρ
ψύλλα
ψυλλοτοξότης
ψυχαγωγέω
ψυχαγωγία
ψυχαγωγικός
View word page
ψοφομήδης
ψοφομήδης ψοφο-μήδης, ες μήδομαι meditating noise, uproarious, epith. of Bacchus, Anth.
ShortDef
meditating noise, uproarious
Debugging
Headword:
ψοφομήδης
Headword (normalized):
ψοφομήδης
Headword (normalized/stripped):
ψοφομηδης
IDX:
36252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36293
Key:
yofomh/dhs
Data
{'content': 'ψοφομήδης\n ψοφο-μήδης, ες\n μήδομαι\n meditating noise, uproarious, epith. of Bacchus, Anth.', 'key': 'yofomh/dhs'}