Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψογερός
ψόγιος
ψόγος
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
ψοφέω
ψοφοδεής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυδνός
ψύθος
ψυκτήρ
ψύλλα
ψυλλοτοξότης
ψυχαγωγέω
ψυχαγωγία
View word page
ψοφοδεής
ψοφοδεής ψοφο-δεής, ές δέος frightened at every noise, shy, timid, Plat.:— τὸ ψοφοδεές timidity, Plut.

ShortDef

frightened at every noise, shy, timid

Debugging

Headword:
ψοφοδεής
Headword (normalized):
ψοφοδεής
Headword (normalized/stripped):
ψοφοδεης
IDX:
36251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36292
Key:
yofodeh/s

Data

{'content': 'ψοφοδεής\n ψοφο-δεής, ές\n δέος\n frightened at every noise, shy, timid, Plat.:— τὸ ψοφοδεές timidity, Plut.', 'key': 'yofodeh/s'}