Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπαιδευσία
ἀπαίδευτος
ἀπαιδία
ἀπαιθριάζω
ἀπαίνυμαι
ἀπαιολάω
ἀπαιόλη
ἀπαίρω
ἄπαις
ἀπαΐσσω
ἀπαισχύνομαι
ἀπαιτέω
ἀπαίτησις
ἀπαιτίζω
ἀπαιωρέομαι
ἀπακριβόομαι
ἀπάλαιστρος
ἀπάλαλκε
ἀπάλαμνος
ἀπάλαμος
ἀπαλάομαι
View word page
ἀπαισχύνομαι
ἀπαισχύνομαι to refuse through shame, Plat.

ShortDef

to refuse through shame

Debugging

Headword:
ἀπαισχύνομαι
Headword (normalized):
ἀπαισχύνομαι
Headword (normalized/stripped):
απαισχυνομαι
IDX:
3628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3629
Key:
a)paisxu/nomai

Data

{'content': 'ἀπαισχύνομαι\n to refuse through shame, Plat.', 'key': 'a)paisxu/nomai'}