Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψίμυθος
ψίξ
ψ
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψογερός
ψόγιος
ψόγος
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
ψοφέω
ψοφοδεής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυδνός
ψύθος
ψυκτήρ
ψύλλα
View word page
ψολοκομπία
ψολοκομπία ψολο-κομπία, ἡ, smoky (i. e. empty) talk, Ar.
ShortDef
smoky
Debugging
Headword:
ψολοκομπία
Headword (normalized):
ψολοκομπία
Headword (normalized/stripped):
ψολοκομπια
IDX:
36248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36289
Key:
yolokompi/a
Data
{'content': 'ψολοκομπία\n ψολο-κομπία, ἡ,\n smoky (i. e. empty) talk, Ar.', 'key': 'yolokompi/a'}