Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψιλόω
ψιμύθιον
ψιμυθιόω
ψίμυθος
ψίξ
ψ
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψογερός
ψόγιος
ψόγος
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
ψοφέω
ψοφοδεής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
ψυδνός
View word page
ψόγιος
ψόγιος ψόγιος, α, ον fond of blaming, censorious, Pind. from ψόγος

ShortDef

fond of blaming, censorious

Debugging

Headword:
ψόγιος
Headword (normalized):
ψόγιος
Headword (normalized/stripped):
ψογιος
IDX:
36245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36286
Key:
yo/gios

Data

{'content': 'ψόγιος\n ψόγιος, α, ον\n fond of blaming, censorious, Pind.\n from ψόγος', 'key': 'yo/gios'}