Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψιλόω
ψιλόω
ψιμύθιον
ψιμυθιόω
ψίμυθος
ψίξ
ψ
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψογερός
ψόγιος
ψόγος
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
ψοφέω
ψοφοδεής
ψοφομήδης
ψόφος
ψοφώδης
View word page
ψογερός
ψογερός ψογερός, ά, όν fond of blaming, censorious, Pind.
ShortDef
fond of blaming, censorious
Debugging
Headword:
ψογερός
Headword (normalized):
ψογερός
Headword (normalized/stripped):
ψογερος
IDX:
36244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36285
Key:
yogero/s
Data
{'content': 'ψογερός\n ψογερός, ά, όν\n fond of blaming, censorious, Pind.', 'key': 'yogero/s'}