Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψιλομετρία
ψιλός
ψιλότης
ψιλόω
ψιλόω
ψιμύθιον
ψιμυθιόω
ψίμυθος
ψίξ
ψ
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψογερός
ψόγιος
ψόγος
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
ψοφέω
ψοφοδεής
View word page
ψιττακός
ψιττακός ψιττᾰκός, οῦ, ὁ, a parrot, Plut.; also ψιττάκη, ἡ, Arist. A foreign word.

ShortDef

a parrot

Debugging

Headword:
ψιττακός
Headword (normalized):
ψιττακός
Headword (normalized/stripped):
ψιττακος
IDX:
36241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36282
Key:
yittako/s

Data

{'content': 'ψιττακός\n ψιττᾰκός, οῦ, ὁ,\n a parrot, Plut.; also ψιττάκη, ἡ, Arist.\n A foreign word.', 'key': 'yittako/s'}