Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψίθυρος
ψιλικός
ψιλομετρία
ψιλός
ψιλότης
ψιλόω
ψιλόω
ψιμύθιον
ψιμυθιόω
ψίμυθος
ψίξ
ψ
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψογερός
ψόγιος
ψόγος
ψολόεις
ψολοκομπία
ψόλος
View word page
ψίξ
ψίξ .ψίξ, ἡ, gen. ψῑχός, οῦ, ὁ, a crumb, morsel.

ShortDef

a crumb, morsel

Debugging

Headword:
ψίξ
Headword (normalized):
ψίξ
Headword (normalized/stripped):
ψιξ
IDX:
36239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36280
Key:
yi/c

Data

{'content': 'ψίξ\n .ψίξ, ἡ, gen. ψῑχός, οῦ, ὁ,\n a crumb, morsel.', 'key': 'yi/c'}