Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψιθυριστής
ψίθυρος
ψιλικός
ψιλομετρία
ψιλός
ψιλότης
ψιλόω
ψιλόω
ψιμύθιον
ψιμυθιόω
ψίμυθος
ψίξ
ψ
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψογερός
ψόγιος
ψόγος
ψολόεις
ψολοκομπία
View word page
ψίμυθος
ψίμυθος ψίμῠθος (ῐ), ὁ, radic. form of ψιμύθιον, Anth. Prob. a foreign word.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ψίμυθος
Headword (normalized):
ψίμυθος
Headword (normalized/stripped):
ψιμυθος
IDX:
36238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36279
Key:
yi/muqos
Data
{'content': 'ψίμυθος\n ψίμῠθος (ῐ), ὁ,\n radic. form of ψιμύθιον, Anth.\n Prob. a foreign word.', 'key': 'yi/muqos'}