Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψίθυρος
ψιλικός
ψιλομετρία
ψιλός
ψιλότης
ψιλόω
ψιλόω
ψιμύθιον
ψιμυθιόω
ψίμυθος
ψίξ
ψ
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψογερός
ψόγιος
ψόγος
ψολόεις
View word page
ψιμυθιόω
ψιμυθιόω ψιμῠθιόω, fut. -ώσω to paint with white lead, τὸ πρόσωπον Plut.:—Pass., perf. inf. ἐψιμυθιῶσθαι Lys.
ShortDef
to paint with white lead (i.e. apply makeup)
Debugging
Headword:
ψιμυθιόω
Headword (normalized):
ψιμυθιόω
Headword (normalized/stripped):
ψιμυθιοω
IDX:
36237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36278
Key:
yimuqio/w
Data
{'content': 'ψιμυθιόω\n ψιμῠθιόω,\n fut. -ώσω\n to paint with white lead, τὸ πρόσωπον Plut.:—Pass., perf. inf. ἐψιμυθιῶσθαι Lys.', 'key': 'yimuqio/w'}