Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψίθυρος
ψιλικός
ψιλομετρία
ψιλός
ψιλότης
ψιλόω
ψιλόω
ψιμύθιον
ψιμυθιόω
ψίμυθος
ψίξ
ψ
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
ψογερός
ψόγιος
ψόγος
View word page
ψιμύθιον
ψιμύθιον ψιμύθιον, or ψιμμύθιον, ου, τό, ψίμυθος white lead, used to whiten the face, Ar., Xen.
ShortDef
white lead
Debugging
Headword:
ψιμύθιον
Headword (normalized):
ψιμύθιον
Headword (normalized/stripped):
ψιμυθιον
IDX:
36236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36277
Key:
yimu/qion
Data
{'content': 'ψιμύθιον\n ψιμύθιον, or ψιμμύθιον, ου, τό,\n ψίμυθος\n white lead, used to whiten the face, Ar., Xen.', 'key': 'yimu/qion'}