Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψιάς
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψίθυρος
ψιλικός
ψιλομετρία
ψιλός
ψιλότης
ψιλόω
ψιλόω
ψιμύθιον
ψιμυθιόω
ψίμυθος
ψίξ
ψ
ψιττακός
ψιχάρπαξ
ψιχίον
View word page
ψιλότης
ψιλότης from ψῑλός ψῑλότης, ητος, ἡ, nakedness, of a plain, Plut. baldness, Plut.
ShortDef
nakedness
Debugging
Headword:
ψιλότης
Headword (normalized):
ψιλότης
Headword (normalized/stripped):
ψιλοτης
IDX:
36233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36274
Key:
yilo/ths
Data
{'content': 'ψιλότης\n from ψῑλός\n ψῑλότης, ητος, ἡ,\n nakedness, of a plain, Plut.\n baldness, Plut.', 'key': 'yilo/ths'}