Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψηφοφόρος
ψήχω
ψίαθος
ψιάς
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψίθυρος
ψιλικός
ψιλομετρία
ψιλός
ψιλότης
ψιλόω
ψιλόω
ψιμύθιον
ψιμυθιόω
ψίμυθος
ψίξ
ψ
View word page
ψιλικός
ψιλικός ψῑλῐκός, ή, όν of or for a light-armed soldier (ψιλός) : τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, the light troops, Luc.
ShortDef
of or for a light-armed soldier
Debugging
Headword:
ψιλικός
Headword (normalized):
ψιλικός
Headword (normalized/stripped):
ψιλικος
IDX:
36230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36271
Key:
yiliko/s
Data
{'content': 'ψιλικός\n ψῑλῐκός, ή, όν\n of or for a light-armed soldier (ψιλός) : τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, the light troops, Luc.', 'key': 'yiliko/s'}