Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψῆφος
ψηφοφορέω
ψηφοφορία
ψηφοφόρος
ψήχω
ψίαθος
ψιάς
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψίθυρος
ψιλικός
ψιλομετρία
ψιλός
ψιλότης
ψιλόω
ψιλόω
ψιμύθιον
ψιμυθιόω
View word page
ψιθυρισμός
ψιθυρισμός ψῐθῠρισμός, οῦ, ὁ, from ψῐθῠρίζω a whispering, Luc. whispering, slandering, NTest.

ShortDef

a whispering

Debugging

Headword:
ψιθυρισμός
Headword (normalized):
ψιθυρισμός
Headword (normalized/stripped):
ψιθυρισμος
IDX:
36227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36268
Key:
yiqurismo/s

Data

{'content': 'ψιθυρισμός\n ψῐθῠρισμός, οῦ, ὁ,\n from ψῐθῠρίζω\n a whispering, Luc.\n whispering, slandering, NTest.', 'key': 'yiqurismo/s'}