Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψηφοποιός
ψῆφος
ψηφοφορέω
ψηφοφορία
ψηφοφόρος
ψήχω
ψίαθος
ψιάς
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψίθυρος
ψιλικός
ψιλομετρία
ψιλός
ψιλότης
ψιλόω
ψιλόω
ψιμύθιον
View word page
ψιθύρισμα
ψιθύρισμα from ψῐθῠρίζω ψῐθύρισμα, ατος, τό, a whispering, Anth.: of trees rustling, Theocr.

ShortDef

a whispering

Debugging

Headword:
ψιθύρισμα
Headword (normalized):
ψιθύρισμα
Headword (normalized/stripped):
ψιθυρισμα
IDX:
36226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36267
Key:
yiqu/risma

Data

{'content': 'ψιθύρισμα\n from ψῐθῠρίζω\n ψῐθύρισμα, ατος, τό,\n a whispering, Anth.: of trees rustling, Theocr.', 'key': 'yiqu/risma'}