Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψηφίς
ψηφοποιός
ψῆφος
ψηφοφορέω
ψηφοφορία
ψηφοφόρος
ψήχω
ψίαθος
ψιάς
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψίθυρος
ψιλικός
ψιλομετρία
ψιλός
ψιλότης
ψιλόω
ψιλόω
View word page
ψιθυρίζω
ψιθυρίζω ψῐθῠρίζω, ψίθυρος to whisper, say into the ear, Plat., Theocr.:—metaph., ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ when the plane whispers to the elm, Ar.

ShortDef

to whisper, say into the ear

Debugging

Headword:
ψιθυρίζω
Headword (normalized):
ψιθυρίζω
Headword (normalized/stripped):
ψιθυριζω
IDX:
36225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36266
Key:
yiquri/zw

Data

{'content': 'ψιθυρίζω\n ψῐθῠρίζω,\n ψίθυρος\n to whisper, say into the ear, Plat., Theocr.:—metaph., ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ when the plane whispers to the elm, Ar.', 'key': 'yiquri/zw'}