ψιθυρίζω
ψῐθῠρίζω,
ψίθυρος
to whisper, say into the ear, Plat., Theocr.:—metaph., ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ when the plane whispers to the elm, Ar.
{'content': 'ψιθυρίζω\n ψῐθῠρίζω,\n ψίθυρος\n to whisper, say into the ear, Plat., Theocr.:—metaph., ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ when the plane whispers to the elm, Ar.', 'key': 'yiquri/zw'}