Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψήφισμα
ψηφισματοπώλης
ψηφισματώδης
ψηφίς
ψηφοποιός
ψῆφος
ψηφοφορέω
ψηφοφορία
ψηφοφόρος
ψήχω
ψίαθος
ψιάς
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψίθυρος
ψιλικός
ψιλομετρία
ψιλός
View word page
ψίαθος
ψίαθος ψίᾰθος, ἡ, a rush mat, Ar.; Doric pl. acc. ψιάθως, Ar. deriv. uncertain

ShortDef

a rush mat

Debugging

Headword:
ψίαθος
Headword (normalized):
ψίαθος
Headword (normalized/stripped):
ψιαθος
IDX:
36222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36263
Key:
yi/aqos

Data

{'content': 'ψίαθος\n ψίᾰθος, ἡ,\n a rush mat, Ar.; Doric pl. acc. ψιάθως, Ar.\n deriv. uncertain', 'key': 'yi/aqos'}