Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψηφιδοφόρος
ψηφίζω
ψήφισμα
ψηφισματοπώλης
ψηφισματώδης
ψηφίς
ψηφοποιός
ψῆφος
ψηφοφορέω
ψηφοφορία
ψηφοφόρος
ψήχω
ψίαθος
ψιάς
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψίθυρος
ψιλικός
View word page
ψηφοφόρος
ψηφοφόρος ψηφο-φόρος, ον, φέρω giving oneʼs vote.
ShortDef
giving one’s vote
Debugging
Headword:
ψηφοφόρος
Headword (normalized):
ψηφοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ψηφοφορος
IDX:
36220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36261
Key:
yhfofo/ros
Data
{'content': 'ψηφοφόρος\n ψηφο-φόρος, ον,\n φέρω\n giving oneʼs vote.', 'key': 'yhfofo/ros'}