Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψῆττα
ψηττόποδες
ψηφιδοφόρος
ψηφίζω
ψήφισμα
ψηφισματοπώλης
ψηφισματώδης
ψηφίς
ψηφοποιός
ψῆφος
ψηφοφορέω
ψηφοφορία
ψηφοφόρος
ψήχω
ψίαθος
ψιάς
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
View word page
ψηφοφορέω
ψηφοφορέω ψηφοφορέω, fut. -ήσω to give oneʼs vote, vote, Luc.

ShortDef

to give one's vote, vote

Debugging

Headword:
ψηφοφορέω
Headword (normalized):
ψηφοφορέω
Headword (normalized/stripped):
ψηφοφορεω
IDX:
36218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36259
Key:
yhfofore/w

Data

{'content': 'ψηφοφορέω\n ψηφοφορέω,\n fut. -ήσω\n to give oneʼs vote, vote, Luc.', 'key': 'yhfofore/w'}