Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψήν
ψῆξις
ψῆττα
ψηττόποδες
ψηφιδοφόρος
ψηφίζω
ψήφισμα
ψηφισματοπώλης
ψηφισματώδης
ψηφίς
ψηφοποιός
ψῆφος
ψηφοφορέω
ψηφοφορία
ψηφοφόρος
ψήχω
ψίαθος
ψιάς
ψίζω
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
View word page
ψηφοποιός
ψηφοποιός ψηφο-ποιός, όν ψῆφος II, ποιέω making votes or tampering with them, Soph.

ShortDef

making votes

Debugging

Headword:
ψηφοποιός
Headword (normalized):
ψηφοποιός
Headword (normalized/stripped):
ψηφοποιος
IDX:
36216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36257
Key:
yhfopoio/s

Data

{'content': 'ψηφοποιός\n ψηφο-ποιός, όν\n ψῆφος II, ποιέω\n making votes or tampering with them, Soph.', 'key': 'yhfopoio/s'}