Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψηλάφημα
ψηνίζω
ψήν
ψῆξις
ψῆττα
ψηττόποδες
ψηφιδοφόρος
ψηφίζω
ψήφισμα
ψηφισματοπώλης
ψηφισματώδης
ψηφίς
ψηφοποιός
ψῆφος
ψηφοφορέω
ψηφοφορία
ψηφοφόρος
ψήχω
ψίαθος
ψιάς
ψίζω
View word page
ψηφισματώδης
ψηφισματώδης ψηφισμᾰτ-ώδης, ες of the nature of a decree, Arist.
ShortDef
of the nature of a decree
Debugging
Headword:
ψηφισματώδης
Headword (normalized):
ψηφισματώδης
Headword (normalized/stripped):
ψηφισματωδης
IDX:
36214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36255
Key:
yhfismatw/dhs
Data
{'content': 'ψηφισματώδης\n ψηφισμᾰτ-ώδης, ες\n of the nature of a decree, Arist.', 'key': 'yhfismatw/dhs'}