Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψήκτρα
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηνίζω
ψήν
ψῆξις
ψῆττα
ψηττόποδες
ψηφιδοφόρος
ψηφίζω
ψήφισμα
ψηφισματοπώλης
ψηφισματώδης
ψηφίς
ψηφοποιός
ψῆφος
ψηφοφορέω
ψηφοφορία
ψηφοφόρος
ψήχω
ψίαθος
View word page
ψήφισμα
ψήφισμα ψήφισμα, ατος, τό, ψηφίζομαι a proposition carried by vote: esp. a measure passed in the ἐκκλησία, a decree, Ar.; τὸ Μεγαρέων ψ. the decree concerning them, Thuc.; so, περὶ Μεγαρέων ψ. Thuc.; ψ. γράφειν to bring in a decree, Ar., Dem.; ψ. ἐπιψηφίζειν, of the πρόεδροι, to put it to the vote, Aeschin.; ψ. νικᾶν to carry it, Aeschin.; ψ. καθαιρεῖν to rescind it, Lat. abrogare, Thuc.

ShortDef

a proposition carried by vote

Debugging

Headword:
ψήφισμα
Headword (normalized):
ψήφισμα
Headword (normalized/stripped):
ψηφισμα
IDX:
36212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36253
Key:
yh/fisma

Data

{'content': 'ψήφισμα\n ψήφισμα, ατος, τό,\n ψηφίζομαι\n a proposition carried by vote: esp. a measure passed in the ἐκκλησία, a decree, Ar.; τὸ Μεγαρέων ψ. the decree concerning them, Thuc.; so, περὶ Μεγαρέων ψ. Thuc.; ψ. γράφειν to bring in a decree, Ar., Dem.; ψ. ἐπιψηφίζειν, of the πρόεδροι, to put it to the vote, Aeschin.; ψ. νικᾶν to carry it, Aeschin.; ψ. καθαιρεῖν to rescind it, Lat. abrogare, Thuc.', 'key': 'yh/fisma'}