Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ψέφος
ψῆγμα
ψήκτρα
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηνίζω
ψήν
ψῆξις
ψῆττα
ψηττόποδες
ψηφιδοφόρος
ψηφίζω
ψήφισμα
ψηφισματοπώλης
ψηφισματώδης
ψηφίς
ψηφοποιός
ψῆφος
ψηφοφορέω
ψηφοφορία
ψηφοφόρος
View word page
ψηφιδοφόρος
ψηφιδοφόρος ψηφῑδο-φόρος, ον, φέρω = ψηφοφόρος, Hdt.
ShortDef
voting
Debugging
Headword:
ψηφιδοφόρος
Headword (normalized):
ψηφιδοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ψηφιδοφορος
IDX:
36210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36251
Key:
yhfidofo/ros
Data
{'content': 'ψηφιδοφόρος\n ψηφῑδο-φόρος, ον,\n φέρω\n = ψηφοφόρος, Hdt.', 'key': 'yhfidofo/ros'}