Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπάθεια
ἀπαθής
ἀπαιγειρόομαι
ἀπαιδαγώγητος
ἀπαιδευσία
ἀπαίδευτος
ἀπαιδία
ἀπαιθριάζω
ἀπαίνυμαι
ἀπαιολάω
ἀπαιόλη
ἀπαίρω
ἄπαις
ἀπαΐσσω
ἀπαισχύνομαι
ἀπαιτέω
ἀπαίτησις
ἀπαιτίζω
ἀπαιωρέομαι
ἀπακριβόομαι
ἀπάλαιστρος
View word page
ἀπαιόλη
ἀπαιόλη αἰόλος cheating, fraud, personified in Ar.
ShortDef
cheating, fraud
Debugging
Headword:
ἀπαιόλη
Headword (normalized):
ἀπαιόλη
Headword (normalized/stripped):
απαιολη
IDX:
3624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3625
Key:
a)paio/lh
Data
{'content': 'ἀπαιόλη\n αἰόλος\n cheating, fraud, personified in Ar.', 'key': 'a)paio/lh'}