Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ψεύστης
ψεφαυγής
ψεφηνός
ψέφος
ψῆγμα
ψήκτρα
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηνίζω
ψήν
ψῆξις
ψῆττα
ψηττόποδες
ψηφιδοφόρος
ψηφίζω
ψήφισμα
ψηφισματοπώλης
ψηφισματώδης
ψηφίς
ψηφοποιός
ψῆφος
View word page
ψῆξις
ψῆξις ψῆξις, εως, ψήχω a rubbing down, currying, Xen.

ShortDef

a rubbing down, currying

Debugging

Headword:
ψῆξις
Headword (normalized):
ψῆξις
Headword (normalized/stripped):
ψηξις
IDX:
36207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n36248
Key:
yh=cis

Data

{'content': 'ψῆξις\n ψῆξις, εως,\n ψήχω\n a rubbing down, currying, Xen.', 'key': 'yh=cis'}